- βουκολιαστής
- βουκολιαστής, ο (Α) [βουκολιάζω, -ομαι]αυτός που συνθέτει και τραγουδάει βουκολικά άσματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βουκολιασταί — βουκολιαστής pastoral poet fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκολιαστῇ — βουκολιαστής pastoral poet fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκολιαστάς — βουκολιαστά̱ς , βουκολιαστής pastoral poet fem acc pl βουκολιαστά̱ς , βουκολιαστής pastoral poet fem nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωκολιάσδω — βωκολιαστής, βωκόλος (δωρ. τ.) (Α) βλ. βουκολιάζω, βουκολιαστής κ.λπ … Dictionary of Greek